-
1 комитет
комитет м в рази. знач. η επιτροπή исполнительный \комитет η εκτελεστική επιτροπή* профсоюзный \комитет η συνδικαλιστική επιτροπή* * *м в разн. знач.η επιτροπήпрофсою́зный комите́т — η συνδικαλιστική επιτροπή
-
2 профком
профком м (профсоюзный комитет ) η συνδικαλιστική επιτροπή* * *м(профсою́зный комите́т) η συνδικαλιστική επιτροπή -
3 завком
завкомм (заводской комитет) ἡ ἐργοστασιακή ἐπιτροπή, ἡ ἐργοστασιακή συνδικαλιστική ἐπιτροπή. -
4 местком
месткомм (местный комитет) συνδικαλιστική ἐπιτροπή ἐπιχείρησης, ἱδρύματος κ.λ,π. -
5 профком
профкомм (профсоюзный комитет) ἡ συνδικαλιστική ἐπιτροπή. -
6 цеховой
цеховойприл1. (на заводе, фабрике) τοῦ τμήματος:\цеховой комитет ἡ συνδικαλιστική ἐπιτροπή τμήματος ἐργοστασίου·2. ист. συντεχνιακός. -
7 профком
-а α.συνδικαλιστική επιτροπή. -
8 завком
-а α. (заводской комитет) εργοστασιακή επιτροπή (συνδικαλιστική).
См. также в других словарях:
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
πρωτοβάθμιος — α, ο, Ν 1. ο πρώτος ως προς τον βαθμό ή τη σειρά ή ο πρώτος στην τάξη μιας ιεραρχίας (α. «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» η δημοτική εκπαίδευση β. «πρωτοβάθμια οργάνωση» οργάνωση, συνήθως συνδικαλιστική, που μαζί με άλλες όμοιές της συμμετέχουν σε… … Dictionary of Greek